- εὐκρατοποσία
- εὐκρᾱτο-ποσία, ἡ,A drinking of εὔκρατον, Alex.Trall.5.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐκρατοποσίᾳ — εὐκρατοποσίᾱͅ , εὐκρατοποσία drinking of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκρατοποσία — εὐκρατοποσία, ἡ (Α) το να πίνει κάποιος εύκρατο* οίνο, κρασί αναμιγμένο σε καλή αναλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύκρατος + ποσία < ποτος < πίνω (πρβλ. δυσ κατα ποσία, φιλο ποσία)] … Dictionary of Greek
εὐκρατοποσίας — εὐκρατοποσίᾱς , εὐκρατοποσία drinking of fem acc pl εὐκρατοποσίᾱς , εὐκρατοποσία drinking of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)